- στόλῳ
- στόλοςequipmentmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στόλωι — στόλῳ , στόλος equipment masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομποστολώ — κομποστολῶ, έω (Α) ντύνομαι και στολίζομαι επιδεικτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + στολῶ (< στολος < στολή), πρβλ. θηλυ στολώ] … Dictionary of Greek
νυκτοστολώ — νυκτοστολῶ, έω (Μ) στέλνω κάτι στη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + στολῶ (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ναυ στολώ] … Dictionary of Greek
Thales de Milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance … Wikipédia en Français
Thalos de milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance … Wikipédia en Français
Thalès de Milet — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance … Wikipédia en Français
Thalês — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance … Wikipédia en Français
Θαλης — Thalès Pour les articles homonymes, voir Thalès (homonymie). Thalès Naissance … Wikipédia en Français
ίδιος — (I) ία, ον (ΑΜ ἴδιος, ία, ον, Α αττ. θηλ. ἴδιος) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιον ως κτήμα του, ο οικείος, ο δικός, σε αντιδιαστολή προς το «αλλότριος», ξένος (α. «ο οργανισμός πρέπει να αποκτήσει ιδίους πόρους» β. «χωρίον ἡμέτερον ἴδιον», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
επιπλέω — (Α ἐπιπλέω και ιων. τ. ἐπιπλώω) [πλέω] 1. πλέω ή ανεβαίνω και παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού («ἀσθενὲς δὲ τὸ ὕδωρ... ὥστε μηδὲν οἷόν τε εἶναι ἐπ’ αὐτοῡ ἐπιπλώειν, μήτε ξύλον», Ηρόδ.) 2. ακολουθώ άλλο πλοίο ή στόλο («ἐπέπλει κατόπιν ἐπί παντὶ… … Dictionary of Greek